ναυτολογία

ναυτολογία
η
1. κατάταξη κληρωτών στο ναυτικό, ναυτική στρατολογία.
2. εγγραφή μελών του πληρώματος στο ναυτολόγιο εμπορικού πλοίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ναυτολογία — η 1. κατάταξη κληρωτών στο Πολεμικό Ναυτικό 2. πρόσληψη ενός ναυτικού σε εμπορικό πλοίο με την εγγραφή του στο ναυτολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ναυτολογικός — ή, ὁ (Μ ναυτολογικός, ή, όν) [ναυτολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυτολογία («ναυτολογικός κατάλογος») μσν. 1. αυτός που είναι σχετικός με καταγραφή που γίνεται στον ναυτικό χώρο 2. φρ. «ναυτολογικὸ χαρτί» ναυτικός χάρτης …   Dictionary of Greek

  • ναυτολόγηση — η ναυτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • Σπέτσες — Νησί στην είσοδο του Αργολικού κόλπου που υπάγεται στην επαρχία Πειραιά του ομώνυμου νομού. Ο ομώνυμος οικισμός (3603 κάτ.) συγκροτεί δήμο της νομαρχίας Πειραιώς, του νομού Αττικής, της περιφέρειας Αττικής. Το νησί είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”